κοντόφθαλμος

κοντόφθαλμος
-η, -ο
1. μύωπας.
2. αυτός που έχει περιορισμένη αντίληψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοντόφθαλμος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει μακριά, μύωπας 2. μτφ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια κατάσταση, ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + (< οφθαλμός), πρβλ. λοξ όφθαλμος …   Dictionary of Greek

  • λημώ — (Α λημῶ, άω) [λήμη] έχω λήμες, τσίμπλες στα μάτια αρχ. (κυριολ. και μτφ.) είμαι μισότυφλος από τις τσίμπλες, είμαι μύωπας, είμαι κοντόφθαλμος (α. «εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις» αν δεν έχεις τσίμπλες σαν κολοκύθες, Αριστοφ. β. «λημῶ Κρονικαῑς λήμαις»… …   Dictionary of Greek

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντόβλεπος — η, ο (κυριολ. και μτφ.) κοντόφθαλμος, κοντόθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βλεπος (από θ. βλέπ τού βλέπω), πρβλ. γοργό βλεπος] …   Dictionary of Greek

  • κοντόματος — η, ο μύωπας, κοντόφθαλμος, κοντόθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκό ματος, μονό ματος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόφθαλμος — η, ο (ΑM μεγαλόφθαλμος, ον) αυτός που έχει μεγάλους οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος)] …   Dictionary of Greek

  • μυωπίας — μυωπίας, ὁ (ΑΜ) μύωπας, κοντόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, ωπος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. οξυωπ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • μύωπα — και μύωψ, ο (ΑΜ μύωψ) αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, αλλά που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • σιπαλός — ή, όν, ΜΑ 1. μύωπας, κοντόφθαλμος 2. δύσμορφος, άσχημος 3. (κατά τον Ζωναρ.) «χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος» 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάργεμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με σιφλός* και εμφανίζει επίθημα αλός* (πρβλ. απ αλός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”